- χοάνη
- και χώνη, η, ΝΜΑ, και χούνη Ν1. χωνί2. δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τήξη μετάλλων, χωνευτήριονεοελλ.1. ανατ. καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα τής μύτης, με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα2. μτφ. φαράγγιαρχ.1. σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που πίνει πολύ2. το κοίλωμα που υπάρχει πίσω από τον οφθαλμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χοάνη (< *χοFανη) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα *χο-F- τού ρ. χέω* με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, στεφ-άνη) και σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -F-. Ο τ. χώνη με συναίρεση τών -οα-].
Dictionary of Greek. 2013.